Η ετυμολογία της λέξης «ευφορία» :
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευφορία 1 η [eforía]Η ιδιότητα του εύφορου, πλούσια παραγωγή: H ~ της γης. [λόγ. < ελνστ. εὐφορία, αρχ. σημ.: `δύναμη υπομονής΄] |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευφορία 2Συναίσθημα μεγάλης ψυχικής ευεξίας, ψυχική ευφορία· (πρβ. δυσφορία): H αρχική αισιοδοξία και ~ έδωσε αργότερα τη θέση της στην περίσκεψη και στη δυσαρέσκεια. Όταν πίνει κρασί νιώθει ~. || (ψυχιατρ.) υπερβολικό συναίσθημα ψυχικής και σωματικής ευεξίας, που προκαλείται από διάφορες ψυχικές ασθένειες ή από ναρκωτικές ουσίες: Bρίσκεται σε κατάσταση ευφορίας. [λόγ. < ελνστ. εὐφορία `αίσθηση ανακούφισης σε αρρώστια΄ σημδ. γαλλ. euphorie < ελνστ. εὐφορία] |
Ευφορία είναι ο τίτλος του τραγουδιού που κέρδισε φέτος την Γιουροβίοζιον.
Προς τιμή της ελληνικής προέλευσης του τίτλου του τραγουδιού, ας απολαύσουμε το συγκεκριμένο τραγούδι :
